ΚΟΥΜ ΚΟΥΑΤ
Τα
κουμκουάτ ανήκουν όμως σε ποικιλία
που ονομάζεται fonunella. Το όνομά τους προέρχεται από το καντονέζικο kam k
wat, που σημαίνει «χρυσό πορτοκάλι».
Τα
φρούτα, που είναι μικρά και μακρόστενα, στο μέγεθος και στο σχήμα μοιάζουν με
μεγάλη ελιά. Έχουν λεπτή πορτοκαλιά φλούδα που τρώγεται. Έχει διάμετρο που
φτάνει τα 3-5 εκατοστά μάκρος και 2-4 εκατοστά πλάτος. Η φλούδα είναι πιο
γλυκιά από την ξινή σάρκα του, αν όμως συνδυαστούν, έχουν ευχάριστη γλυκόξινη
γεύση. Ανάλογα με την ποικιλία, η φλούδα του έχει χρώμα πορτοκαλί ή
πορτοκαλοκίτρινο μέχρι κόκκινο. Είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό στο ψύχος και αντέχει
περισσότερο από όλα τα εσπεριδοειδή. Στην Ελλάδα το κουμ κουατ καλλιεργείται
κυρίως στη Κέρκυρα και στα άλλα Ιόνια νησιά το είδος μαργαρίτα (Fortunella
margarita) για το καρπό του που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική, γίνεται
γλυκό του κουταλιού και θαυμάσιο λικέρ. Ανθίζει στα μέσα του καλοκαιριού και ο
πολλαπλασιασμός αλλά και η καλλιέργεια του είναι ίδια όπως τα άλλα εσπεριδοειδή.
Ιστορία
του κουμκουάτ
Η
καταγωγή του κουμ κουατ είναι από τη Κίνα όπου το καλλιεργούσαν από το 12ο
αιώνα, έφτασε δε να καλλιεργείται στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα σαν
καλλωπιστικό φυτό.
Το
κουμκουάτ έχει αρωματικές και θρεπτικές ιδιότητες και είναι πλούσιο σε βιταμίνη
C και άλλες 13 βιταμίνες. Έχει συνδέσει το όνομά του με αυτό της Κέρκυρας.
Τα κουμκουάτ έχουν χαμηλή θερμιδική αξία, είναι πούσια σε βιταμίνη c και
διαιτητικές ίνες (από το φλοιό του και τους σπόρους) Περιέχουν φολικό οξύ, ριβοφλαβίνη
και θειαμίνη. Είναι πλούσια σε φλαβονοειδή, με αντιυπερτασική δράση. Περιέχουν
αντιοξειδωτικές ουσίες.
Τα κύρια καροτενοειδή στο κουμκουάτ, είναι η βιολαξανθίνη, η κρυπτοξανθίνη και
η κιτρορίνη.
Ο καρπός του ενδείκνυται να τρώγεται με το φλοιό. Αυτή είναι και η
ιδιαιτερότητα που έχει έναντι των άλλων εσπεριδοειδών.